Είναι αμφίβιο ζώο της οικογένειας των Ρανιδών, ο βάτραχος είναι ένα από τα γνωστότερα αμφίβια. Μαζί με τους φρύνους αποτελεί την τάξη των άνουρων αμφίβιων. Το είδος των βατράχων ανήκει στην τάξη των άνουρων, που υπάγεται στα αμφίβια. Τα πιο συνηθισμένα είδη βατράχου στην Ελλάδα είναι ο βάτραχος ο πράσινος και ο βάτραχος ο κοινός.
Στην Κρήτη έχουμε τον πράσινο βάτραχο, ο οποίος αποτελεί εκλεκτό μεζέ για πολλούς θεωρούμενους καλοφαγάδες. Το σώμα του βατράχου μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη: στο κεφάλι και τον κορμό. Το κεφάλι έχει σχήμα τριγωνικό και μπροστά υπάρχει το στόμα, που φτάνει μέχρι τ' αυτιά. Σε αντίθεση με τα μάτια του ανθρώπου, τα μάτια του βατράχου έχουν αναπτυγμένο το κάτω βλέφαρο. Το χρώμα του σώματος των βατράχων είναι από ανοιχτό μέχρι και σκούρο καστανό και στην κοιλιά κιτρινωπό. Ο βάτραχος όμως, όπως και ο χαμαιλέοντας, μπορεί να αλλάζει χρώμα προσαρμοζόμενος τέλεια στο περιβάλλον του, και έτσι κατορθώνει να ξεφεύγει από τους εχθρούς του. Το δέρμα του είναι λείο και καλυμμένο σε όλη την επιφάνεια με βλέννα.
Το στόμα του είναι μεγάλο ειδικά για να καταπίνει ολόκληρη τη λεία του. Δόντια έχει μόνο στην πάνω σιαγόνα, όχι για να μασά, αλλά για να συγκρατεί τα θηράματά του. Η γλώσσα του είναι μεγάλη και κολλώδης και επιτυγχάνει τη σύλληψη των εντόμων με την εκτόξευσή της. Τα πίσω πόδια του είναι μεγάλα και δυνατά και τον διευκολύνουν να κινείται με πηδήματα. Ο αρσενικός έχει δύο εξωτερικούς σάκους και τους γεμίζει με αέρα για να παράγει φωνή. Μια άλλη αμυντική τακτική είναι η εκροή τοξικών από το δέρμα του, έτσι ώστε να απωθει τους εχθρούς του. Το θηλυκό γεννά κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο μέχρι και 10000 αυγά. Ύστερα από 15 ημέρες εκκολάπτονται και βγαίνουν οι γυρίνοι, οι οποίοι έχουν μόνο ουρά. Σε 4 μήνες αποκτούν πόδια και αποβάλλουν την ουρά και διαμορφώνονται έτσι σε τέλειοι βάτραχοι. Το χειμώνα πέφτει σε χειμερία νάρκη. Διατρέφεται, κυρίως, με έντομα.
Το μέγεθος του βατράχου καθορίζεται από το είδος του. Το μικρότερο είδος βατράχου είναι το κουβανικό είδος Sminthillus limbatus, του οποίου τα πλήρως ανεπτυγμένα ενήλικα άτομα δεν ξεπερνούν σε μήκος τα 12 χιλιοστά. Το μεγαλύτερο είδος είναι ο αφρικάνικος βάτραχος Coprana goliath, του οποίου το μήκος φτάνει τα 30 εκατοστά περίπου.
Οι βάτραχοι κοάζουν, όταν επιθυμούν να αναπαραχθούν, αλλά και σ' όλες τις εποχές του χρόνου, κυρίως το βράδυ, όταν η ατμόσφαιρα είναι υγρή. Η φωνή του βάτραχου καλείται "κόασμα" ή "κοασμός" ενώ το ρήμα "κοάζω" όταν η αναφορά είναι για ανθρώπους: μιμούμαι τη φωνή του βάτραχου (κοάξ-κοάξ).
Οι πιο σημαντικοί εχθροί του βατράχου είναι τα φίδια, οι πελαργοί, οι γερανοί και άλλα πουλιά. Εχθρός του βατράχου είναι και ο άνθρωπος, γιατί σε μερικά μέρη της Ευρώπης (Γαλλία, Ιταλία) τα πόδια του βατράχου θεωρούνται εκλεκτός μεζές.
Οι βάτραχοι εύκολα γίνονται πειραματόζωα των εργαστηρίων, λόγω του εύκολου της διατροφής τους αλλά και των ίδιων φυσικών λειτουργιών του σώματός τους με το σώμα του ανθρώπου, παρά τις όποιες διαφορές. Έτσι τα συμπεράσματα από τις έρευνες στους βατράχους μπορούν να επεκταθούν και στο ανθρώπινο σώμα.
Στην Κρήτη τον συναντάμε σε όλους τους υγροβιότοπους, σε ορεινές και πεδινές περιοχές.
Σημαντικός βιότοπος στην Κρήτη για τη διάσωση του κρητικού βατράχου είναι ο υγροβιότοπος του Αλμυρού στις πλαγιές του Ψηλορείτη.